διακοινώνω

διακοινώνω
1. κάνω γνωστό, ανακοινώνω
2. γνωστοποιώ επίσημα, κάνω κάτι γνωστό με διακοίνωση.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • διακοινώνω — διακοίνωσα, διακοινώθηκα, διακοινωμένος, γνωστοποιώ, κοινοποιώ μέσω τρίτου προσώπου ή επίσημου εγγράφου: Η απόφαση του δικαστηρίου θα διακοινωθεί μέσα σ’ ένα μήνα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • αδιακοίνωτος — η, ο [διακοινώνω] 1. αυτός που δεν διακοινώθηκε, ακοινοποίητος, αγνωστοποίητος 2. ανεπίδοτος …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”